- χρυσοείμων
- -όειμον, Μχρυσοντυμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -είμων (< εἶμα «ρούχο, ένδυμα»), πρβλ. μελανο-είμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοείμων — with robe of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek